ἀδυνάτω

ἀδυνάτω
ἀδύνατος
unable
masc/fem/neut nom/voc/acc dual
ἀδύνατος
unable
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
ἀ̱δυνάτω , ἀδυνατόω
debilitate
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀδυνατόω
debilitate
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
ἀδυνατόω
debilitate
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδυνατώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: αδυνατώ : δεν πρέπει να συγχέεται η έννοιά του με του αδυνατίζω. Το αδυνατώ σημαίνει → δεν μπορώ, βρίσκομαι σε αδυναμία να κάνω κάτι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αδυνατώ — (Α ἀδυνατῶ, έω) [ἀδύνατος] βρίσκομαι σε αδυναμία να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος νεοελλ. αδυνατίζω αρχ. 1. (για πρόσωπα) είμαι αδύναμος, ανίσχυρος, ανίκανος 2. (για πράγματα) είμαι ακατόρθωτος, απραγματοποίητος …   Dictionary of Greek

  • αδυνατώ — (μόνο στον ενεστ. και τον πρτ.), δεν μπορώ να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος για κάτι: Μια τέτοια πράξη αδυνατώ να την κάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδυνατῶ — ἀδυνατέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀδυνατέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate pres subj act 1st sg ἀδυνατόω debilitate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυνάτῳ — ἀδύνατος unable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυνάτωι — ἀδυνάτῳ , ἀδύνατος unable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHRYSIPPUS — I. CHRYSIPPUS Pelopis fil. quem cum pater valde amaret, noverca eius Hippodamia id indigne ferens, liberos suos Atreum et Thyesten impulit, ut illum interficerent; ob quam rem a Pelope pulsi, in exilio vitam egerunt, donec pater e vivis excederet …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …   Dictionary of Greek

  • αδυναμώ — ἀδυναμῶ ( έω) (Α) [ἀδύναμος] είμαι αδύναμος, μού λείπει η δύναμη, η ικανότητα για κάτι, αδυνατώ …   Dictionary of Greek

  • αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”